Μπορούμε εύκολα να σκεφτούμε δύο τρόπους που η ελευθερία εμπλέκεται στην καθημερινή μας σκέψη και πρακτική: ο ένας έχει να κάνει με τι μπορούμε να κάνουμε και τι όχι, ενώ ο άλλος έχει να κάνει με το αν νιώθουμε ελεύθεροι σε συγκεκριμένες συνθήκες. Αυτό αποτυπώνεται ακόμα σαφέστερα με τη συμπλήρωση δύο καταρχάς όμοιων προτάσεων που στην πραγματικότητα, όμως, κρύβουν δύο τελείως διαφορετικές προσεγγίσεις της ελευθερίας. Η μία πρόταση είναι «νιώθω ελεύθερος να κάνω αυτό που θέλω» και η άλλη πρόταση είναι «είμαι ελεύθερος να πράττω». Οι δύο αυτές κατευθύνσεις αντιστοιχούν σε ό,τι αποκαλούμε σήμερα θετική και αρνητική ελευθερία.
Η θετική έννοια της ελευθερίας αφορά την εσωτερική ελευθερία, την ελευθερία επιλογής, την ελευθερία της βούλησης. Κεντρική ιδέα είναι ότι αυτή η πρωταρχική, εσωτερική ελευθερία μπορεί να αλλοιωθεί από τις κοινωνικές δυνάμεις ή ακόμα και από ιδεολογικές παρεμβολές με τέτοιο τρόπο ώστε ο άνθρωπος να ξεχνά τις πραγματικές του επιθυμίες, να μπερδεύει τι αληθινά θέλει και να οδηγείται να πιστεύει σε ψευδείς ανάγκες και επιθυμίες. «Η “θετική” έννοια της λέξης “ελευθερία” εκπηγάζει από την επιθυμία του ατόμου να είναι αυτεξούσιο. Θέλω η ζωή και οι αποφάσεις μου να εξαρτώνται από εμένα τον ίδιο, και όχι από τις οποιεσδήποτε εξωτερικές δυνάμεις. Θέλω να είμαι όργανο της δικής μου μόνο βούλησης, και όχι της βούλησης των άλλων. Θέλω να είμαι υποκείμενο, και όχι αντικείμενο· η συμπεριφορά μου να καθορίζεται από κίνητρα, συνειδητά ελατήρια, δικά μου, και όχι από εξωγενή αίτια. Θέλω να είμαι ανεξάρτητη προσωπικότητα, και όχι ένας άνθρωπος χωρίς οντότητα. Θέλω να είμαι παράγων δράσεως· να αποφασίζω εγώ για τη ζωή μου, και όχι οι άλλοι». Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου, εκδ. Scripta, Αθήνα 2001, σσ. 271-272. «Είμαστε υποδουλωμένοι από δυνάμεις –θεσμούς, πεποιθήσεις ή νευρώσεις– από τις οποίες μπορούμε να απαλλαγούμε μόνο αν τις αναλύσουμε και τις κατανοήσουμε. Είμαστε φυλακισμένοι από κακά πνεύματα που έχουμε –αν και ασυνείδητα– δημιουργήσει εμείς οι ίδιοι, και μπορούμε να εξορκίσουμε μόνο με το να γίνουμε συνειδητοί και να ενεργούμε ανάλογα: για τον Μαρξ, κατανόηση είναι η κατάλληλη δράση. Είμαι ελεύθερος αν, και μόνο εάν, σχεδιάζω τη ζωή μου σύμφωνα με τη δική μου βούληση». Ιζάια Μπερλίν, «Η αυτοπραγμάτωση», στο Παύλος Καλλιγάς (επιμ.), 7+1 κείμενα για την ελευθερία της σκέψης, σ. 105.
«Η “αρνητική ελευθερία” είναι μια έννοια της οποίας είναι πολύ δύσκολο να προσδιορίσουμε τον βαθμό σε μία δεδομένη περίπτωση. Μπορεί, εκ πρώτης όψεως, να φαίνεται πως εξαρτάται απλώς από τη δυνατότητα επιλογής μεταξύ δύο τουλάχιστον εναλλακτικών λύσεων. Μολαταύτα, δεν είναι όλες οι επιλογές εξίσου ελεύθερες – ή μπορεί και να μην είναι καν ελεύθερες. Αν, ζώντας σε ένα ολοκληρωτικό κράτος, προδίδω τον φίλο μου, επειδή με απειλούν ότι θα με βασανίσουν ή ίσως επειδή φοβάμαι πως θα χάσω τη δουλειά μου, μπορώ πολύ λογικά να πω πως δεν έπραξα ελεύθερα. Κι ωστόσο, έκανα πράγματι μια επιλογή: θα μπορούσα, θεωρητικά τουλάχιστον, να είχα επιλέξει τον θάνατο, τα βασανιστήρια ή τη φυλάκιση. Ως εκ τούτου, δεν αρκεί η απλή ύπαρξη εναλλακτικών λύσεων για να καταστεί η πράξη μου ελεύθερη υπό τη συνήθη έννοια του όρου (καίτοι μπορεί να είναι εκούσια). Καθώς φαίνεται, ο βαθμός της ελευθερίας μου εξαρτάται από: (α) τον αριθμό των δυνατοτήτων που μου προσφέρονται (καίτοι η μέθοδος καταμέτρησής τους δεν μπορεί ποτέ να είναι αυστηρή ή απόλυτη· οι δυνατές μορφές δράσης δεν αποτελούν, όπως τα μήλα, οντότητες σαφώς διακριτές, τις οποίες μπορώ να απαριθμήσω κατά τρόπο εξαντλητικό)· (β) τον βαθμό ευκολίας ή της δυσκολίας με την οποία μπορεί να πραγματωθεί καθεμιά από αυτές τις δυνατότητες· (γ) τη σπουδαιότητα που έχει καθεμιά από αυτές τις δυνατότητες για τον εν γένει τρόπο δράσης μου, λαμβανομένων πάντοτε υπόψη του χαρακτήρα μου και των περιστάσεων, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες· (δ) τον βαθμό στον οποίο αποκλείονται ή διευκολύνονται από συνειδητές ανθρώπινες πράξεις· (ε) την αξία την οποία, όχι μόνο το δρων υποκείμενο, αλλά και τα γενικότερα φρονήματα της κοινωνίας όπου αυτό ζει, τους αποδίδουν. Πρέπει κανείς να εξετάσει όλες μαζί αυτές τις συνιστώσες, για να συναγάγει ένα συμπέρασμα, το οποίο, εξ αντικειμένου, δεν μπορεί να είναι ούτε ακριβές ούτε αδιαμφισβήτητο. Μπορεί κάλλιστα να υπάρχουν πολλοί και τελείως διαφορετικοί τύποι και βαθμοί ελευθερίας, οι οποίοι να μην είναι δυνατόν να τοποθετηθούν κατά σειρά μεγέθους σε μια ενιαία κλίμακα». Isaiah Berlin, Τέσσερα δοκίμια περί ελευθερίας, μτφρ. Γ. Παπαδημητρίου, εκδ. Scripta, Αθήνα 2001, σ. 270, υπ. 1. «Η δημοκρατία δύναται να διασφαλίζει, αλλά δεν εγγυάται, τις ατομικές ελευθερίες και γι’ αυτό στη φιλελεύθερη σκέψη η δημοκρατία αποτελεί εργαλείο και όχι αυτοσκοπό». Χριστόφορος Αρβανίτης, «Κράτος, συντεχνίες και ατομική ελευθερία», στο Protagon: εδώ.
Μπορούμε να χρησιμοποιούμε και συνδυαστικά τις δύο προσεγγίσεις της ελευθερίας για την κατανόηση της καθημερινής μας ζωής εντός της κοινωνίας, με τον συσχετισμό, για παράδειγμα, «του στοιχειώδους αρνητικού ορισμού της ελευθερίας ως της δυνατότητας να ενεργούμε ανεμπόδιστα και χωρίς το φόβο του εξωτερικού καταναγκασμού με την θετική αντίληψη της προσωπικής αυτονομίας ως μη ετεροπροσδιοριζόμενης κυριότητας του εαυτού μας. Η θετική αυτή αντίληψη της ελευθερίας πρέπει να νοηθεί κυρίως υπό το πρίσμα της ηθικής φιλοσοφίας: ο άνθρωπος είναι ελεύθερος όταν μπορεί να προβαίνει σε επιλογές με μοναδικά κριτήρια τις διαπιστώσεις της λογικής του και τις επιταγές της ηθικής του συνείδησης. Είναι προφανές ότι οι θεωρητικές αυτές αντιλήψεις μπορούν να καταστούν ανθρώπινη εμπειρία μόνο αν συνδυαστούν με συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές ρυθμίσεις, όπου θα πρυτανεύει η εξασφάλισης της ευρύτατης δυνατής ελευθερίας για όλα τα άλλα μέλη της κοινωνίας. Η ισότητα ως προς την προσδοκία της ελευθερίας την αναδεικνύει σε προϋπόθεση της δικαιοσύνης και την καθιστά αξία όπου μπορεί να θεμελιωθεί η κοινωνική συνοχή και ο υπεύθυνος πολιτικός βίος». Πασχάλης Κιτρομηλίδης, Το όραμα της ελευθερίας στην ελληνική κοινωνία, εκδ. Πορεία, Αθήνα 1992, σσ. 11-13. Ένα ακόμα παράδειγμα που μπορεί να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε τον διαχωρισμό, αλλά και την αλληλοδιαπλοκή θετικής και αρνητικής ελευθερίας, πολυχρησιμοποιημένο από κοινωνικούς και πολιτικούς επιστήμονες, είναι το παράδειγμα του εθισμού. Ας πάρουμε, για αρχή, έναν άνθρωπο ο οποίος έχει ένα ραντεβού σε πέντε λεπτά από τώρα. Ο ίδιος άνθρωπος επιθυμεί διακαώς να καπνίσει, δεν έχει πάνω του τσιγάρα όμως και πρέπει να πεταχτεί ώς το περίπτερο. Αν πάει στο περίπτερο θα αργήσει στο ραντεβού του. Τώρα μέσα του συγκρούονται δύο διακριτές επιθυμίες. Η μία είναι η ακατανίκητη ανάγκη του για να καπνίσει, μία επιλογή του που γνωρίζει ότι είναι παράλογη (αφού το τσιγάρο βλάπτει σοβαρά την υγεία). Από την άλλη, επειδή είναι πολύ συνεπής στα ραντεβού του, τον απωθεί η ιδέα να παραβεί αυτή την ηθική ευθύνη, αυτή τη λογική επιλογή που έχει κάνει για να είναι σωστός απέναντι στον άλλο. Πολλοί πιστεύουν ότι ανάλογα με τις επιλογές και τι τελικά επικρατεί, μπορεί κανείς να μιλήσει για μεγαλύτερη ή μικρότερη τάση προς τη μία ή την άλλη έννοια ελευθερίας. Μπορείτε να σκεφτείτε πώς δικαιολογείται η κάθε μία από τις πιθανές επιλογές; Ένα παρόμοιο παράδειγμα, που επίσης σχετίζεται με τον εθισμό, και επίσης έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον από τις ανθρωπιστικές επιστήμες, είναι το παράδειγμα του εθισμού στα ναρκωτικά. Πολλοί, μάλιστα, χρησιμοποιούν αυτό το παράδειγμα, όχι μόνο για να μιλήσουν για την ελευθερία, αλλά και για να συνδέσουν την έννοια της ελευθερίας με τον επιθυμητό τύπο δημοκρατικής διακυβέρνησης που επιθυμούν. Το παράδειγμα έχει ως εξής: Αν κάποιος επιλέξει να κάνει χρήση ναρκωτικών και να εθιστεί, η αλήθεια είναι πως είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει, και έτσι αποδεικνύει πως δεν εξαρτάται ούτε περιορίζεται από τις διδαχές ή και τις νουθεσίες της κοινωνίας που προσπαθεί να αποτρέψει τον κόσμο από τη χρήση ναρκωτικών ουσιών. Πόσο ελεύθερη είναι όμως αυτή η επιλογή του από τη στιγμή που έχει εθιστεί, που έχει εξαρτηθεί τόσο πολύ από τη χρήση και την κατανάλωση αυτής της ουσίας, ώστε δεν μπορεί να κάνει χωρίς αυτή; Και, επιπλέον, ποιος πρέπει να είναι ο ρόλος της πολιτείας σε αυτή την περίπτωση; Πρέπει, άραγε, να επέμβει στην επιλογή του και να του απαγορεύσει να πράξει όπως επιθυμεί, επειδή έτσι βλάπτει τον εαυτό του; Ή πρέπει να τον αφήσει ελεύθερο να πράξει όπως θέλει, ακόμα και αν αυτό σημαίνει την αυτοκαταστροφή του ή ακόμα και τη δυστυχία των γύρω του; Πώς νομίζεται ότι θα απάνταγαν υποστηρικτές της αρνητικής ή της θετικής ελευθερίας; Με τι επιχειρήματα μπορεί να δικαιολογήσουν τη στάση τους;
Θετική Ελευθερία
Αρνητική Ελευθερία
Θετική και Αρνητική Ελευθερία