Σε αυτή την ενότητα συναντάμε κάποιες κοινοτοπίες και κάποια αρνητικά στερεότυπα, η ενδελεχής εξέταση των οποίων ανοίγει σημαντικά θέματα για την έννοια της δημοκρατίας. Με τον στοχασμό πάνω στις γνώμες και τις απόψεις που σχετίζονται με αυτά, αλλά και με παραθέματα και παραπομπές σε σχετικά κείμενα, μπορούμε να προσεγγίσουμε την έννοια της δημοκρατίας από διαφορετικές οπτικές.
Μετά από τη μελέτη αυτών των ζητημάτων, μπορείτε να σκεφτείτε ή να ζητήσετε από τους μαθητές σας να σκεφτούν και να συζητήσουν αυτά ή άλλα παρόμοια αρνητικά στερεότυπα ή και κοινοτοπίες που σχετίζονται με την έννοια της δημοκρατίας. Μπορείτε να αναζητήσετε αντίστοιχα αποσπάσματα που αναφέρονται σε τέτοια ζητήματα, είτε πρόκειται για λογοτεχνικά, ποιητικά, επιστημονικά, δημοσιογραφικά κείμενα ή ό,τι άλλο μπορείτε να φανταστείτε. Χρησιμοποιήστε αυτή την ενότητα σαν έναν ξεναγό που σας παρουσιάζει κάποια από τα μείζονα ζητήματα περί δημοκρατίας.
Η πολλή δημοκρατία βλάπτει
Καλύτερα ισχυρή ηγεσία, παρά ατέρμονες συζητήσεις
«Τα μετριοπαθή καθεστώτα κάνουν καταμερισμό μεταξύ ελευθεριών και περιορισμών, κάτι που μας δίνει το κλειδί για να αναγνωρίσουμε ποια από αυτά κλίνουν προς τα αριστερά και ποια προς τα δεξιά. Πράγματι, τα πρώτα παραχωρούν το μάξιμουμ της ελευθερίας στη συμπεριφορά· η λογοκρισία, τα ταμπού, ακόμα και η ηθική δεν είναι ευπρόσδεκτα. Αντιθέτως, οι οικονομικές ελευθερίες πρέπει να είναι περιορισμένες με την παρέμβαση του κράτους. Στα δεύτερα συμβαίνει το αντίθετο: συντηρητικές συχνά στο επίπεδο των ηθών, οι κυβερνήσεις της δεξιάς προτιμούν να παρέχουν πλήρη ελευθερία στις ατομικές οικονομικές δραστηριότητες, σύμφωνα και με το νεοφιλελεύθερο δόγμα. Η αριστερά ευνοεί την ελεύθερη κυκλοφορία των ατόμων, ενώ η δεξιά ευνοεί την κυκλοφορία των κεφαλαίων. Ανοιχτά όμως ούτε η μία ούτε η άλλη επιζητά ταυτοχρόνως και τα δύο, λες και οι απαγορεύσεις στο ένα επίπεδο είναι απαραίτητες για να αντισταθμίσουν τις ελευθερίες στο άλλο».
Tzvetan Todorov, Οι εσωτερικοί εχθροί της δημοκρατίας, μτφρ. Σώτη Τριανταφύλλου & Μαριάννα Κουτάλου, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2012, σσ. 195-196.
«Με τη νεοφιλελεύθερη εγκατάλειψη των φιλελεύθερων αρχών (ελευθερία, ισότητα, κυριαρχία του νόμου), το κράτος αστυνόμευσης αντιδρά στην εξασθένηση και στην αμφισβήτηση της κυριαρχίας του με μια σειρά από μέτρα από-δημοκρατικοποίησης – περιορισμός στην ελευθερία κινήσεων και στη δυνατότητα πληροφόρησης, φυλετικός στιγματικός, επέκταση του κρατικού απορρήτου σε όλο και ευρύτερες ζώνες και, τελικά, άρση συνταγματικών διατάξεων, κατοχή εδαφών και συνεχείς ακήρυχτοι πόλεμοι. Εν ολίγοις, για να μπορέσουν οι άνθρωποι να αυτο-κυβερνηθούν πρέπει να υπάρχει ένας λαός, ο οποίος να έχει πρόσβαση στην εξουσία, την οποία πρέπει να εκδημοκρατίσει. Η διάβρωση του εθνικού κράτους μέσω της παγκοσμιοποίησης υποσκάπτει την πρώτη από αυτές τις προϋποθέσεις και η νεοφιλελεύθερη εξουσία του αποχαλινωμένου κεφαλαίου καταργεί τη δεύτερη. Εάν όμως η “πραγματική δημοκρατία” παραμένει ευσεβής πόθος, για ν’ αλλάξουμε την κατάσταση πρέπει να εξετάσουμε ό,τι έχει απομείνει από την αρχή και το ιδεώδες της δημοκρατίας στην εποχή μας».
Wendy Brown, «Τώρα είμαστε όλοι δημοκράτες», μτφρ. Φ. Σιατίτσας, στο Συλλογικό, Πού πηγαίνει η δημοκρατία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2009, σ. 93-94.
Δεν έχει σημασία τι ψηφίζουμε, αφού οι πολιτικοί κάνουν ό,τι θέλουν
Νομίζουμε ότι ζούμε σε δημοκρατική πολιτεία απλώς επειδή μια φορά στο τόσο ψηφίζουμε
«Σήμερα όμως, πρέπει να αντιμετωπίσουμε σοβαρά το ενδεχόμενο πως η δημοκρατία που βιώνουμε μπορεί τελικά να είναι απλώς φαινομενική. Το φαίνεσθαι όμως δεν είναι το αντίθετο της πραγματικότητας. Το φαίνεσθαι είναι ο τρόπος που εμφανίζονται τα πράγματα, ο τρόπος που συμπεριφέρονται οι άνθρωποι, ο τρόπος που οι άνθρωποι χειρίζονται τα πράγματα. Και έτσι, το ερώτημα γίνεται: Ποια εμφάνιση θέλουμε να έχουμε, ποια εμφάνιση προτιμάμε; Είναι το κοινοβουλευτικό σύστημα; Ο παρών τρόπος ιδιοποίησης της δημοκρατίας από το κράτος; Ή μήπως ένα είδος ελεύθερης συμμετοχής;»
Ζακ Ρανσιέρ, «Η δημοκρατία που βιώνουμε μπορεί να είναι φαινομενική», συνέντευξη του Ζακ Ρανσιέρ στη Μαγδαληνή Τσεβρένη για την εφημερίδα Η Εποχή, — Απριλίου 2014. http://goo.gl/IG91yf
«Ακόμη και οι “ελεύθερες” εκλογές, που είναι η πιο σημαντική εικόνα της δημοκρατίας, έχουν καταστεί ένα τσίρκο φτιαγμένο από μάρκετινγκ και μάνατζμεντ, από το θέαμα της συλλογής χρημάτων μέχρι τη στοχευμένη κινητοποίηση των ψηφοφόρων. Εφόσον οι πολίτες υποβάλλονται σε περίπλοκες εκστρατείες μάρκετινγκ, που τοποθετούν την ψήφο σε ισότιμη βάση με τις άλλες καταναλωτικές επιλογές, όλα τα στοιχεία της πολιτικής ζωής ανάγονται σε επικοινωνιακές και διαφημιστικές επιτυχίες. Δεν είναι μόνο οι υποψήφιοι που παρουσιάζονται μέσα σε ένα περιτύλιγμα που συνέλαβαν κάποιο ειδικοί των δημοσίων σχέσεων, οι οποίοι είναι πιο εξοικειωμένοι με το να προωθούν εμπορικά σήματα και να οργανώνουν τις διαφημιστικές εκστρατείες των μεγάλων ομίλων απ’ ό,τι να κάνουν πράξη τις δημοκρατικές αρχές· είναι επίσης τα πολιτικά προγράμματα, που πωλούνται ως καταναλωτικά αγαθά και όχι ως δημόσια αγαθά».
Wendy Brown, «Τώρα είμαστε όλοι δημοκράτες», μτφρ. Φ. Σιατίτσας, στο Συλλογικό, Πού πηγαίνει η δημοκρατία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2009, σ. 88.
Μπορεί να λέμε ότι έχουμε δημοκρατία, αλλά όλοι οι πολιτικοί είναι διεφθαρμένοι
Και στη δημοκρατία κυβερνούν οι έχοντες
«Τα επακόλουθα της προπαγάνδας, την οποία επιβάλλει ο νόμος της υπέρβασης της φυσικής κοινωνικής βάσης του κάθε κόμματος, εκδηλώνονται κατεξοχήν στις προεκλογικές περιόδους, όπου η ψηφοθηρία προσλαμβάνει τραγελαφικές μορφές και η μέθοδος των κομμάτων να σύρουν τον αναποφάσιστο ή αδιάφορο πολίτη μπροστά στην κάλπη εκφυλίζεται εύκολα σε παράνομο καταναγκασμό συμμετοχής στην εκλογή».
Ρόμπερτ Μίχελς, Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία, μτφρ. Γιώργος Ανδρουλιδάκης, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1997, σ. 58.
«Αυτό που προσπαθώ να πω είναι ότι η δημοκρατία, με την έννοια της εξουσίας του λαού, της εξουσίας εκείνων που δεν έχουν κανέναν ιδιαίτερο τίτλο για να ασκήσουν την εξουσία, αποτελεί τη βάση χωρίς την οποία δεν μπορούμε να στοχαστούμε την πολιτική. Αν η εξουσία ανήκει στους πιο σοφούς, στους πιο ισχυρούς, στους πιο πλούσιους, δε βρισκόμαστε πλέον στον χώρο της πολιτικής. Είναι το επιχείρημα του Ρουσσώ: η εξουσία του πιο ισχυρού δεν έχει ανάγκη να διατυπώνεται ως δίκαιο – εάν ο πιο ισχυρός είναι ο πιο ισχυρός, αυτός επιβάλλεται, και αυτό είναι όλο. Δεν υπάρχει ανάγκη άλλης νομιμοποίησης. Θεωρώ πως η δημοκρατία είναι μια εξισωτική προϋπόθεση με βάση την οποία ακόμη και ένα ολιγαρχικό καθεστώς σαν το δικό μας οφείλει λίγο ως πολύ να νομιμοποιείται»
Ζακ Ρανσιέρ, «Οι δημοκρατίες ενάντια στη δημοκρατία», μτφρ. Φ. Σιατίτσας, στο Συλλογικό, Πού πηγαίνει η δημοκρατία, εκδ. Πατάκη, Αθήνα 2009, σ. 139-140.
«Ας δεχτούμε ότι ο πλούσιος, δηλαδή ο κατέχων, γίνεται πολίτης για να εξασφαλιστεί ως ιδιοκτήτης. Από τη στιγμή που θα γίνει πολίτης, όμως δεν είναι απλώς ιδιοκτήτης. Το να είναι κανείς πολίτης δεν μπορεί να είναι απλώς μέσον: είναι ένας νέος καθορισμός της ύπαρξης. Ακόμα και αν δεχτούμε ότι, και ως πολίτης ακόμα, ο πλούσιος δεν σκέφτεται πάντα παρά μόνο τον εαυτό του, την περιουσία του, τα αγαθά του, γεγονός παραμένει ότι πρέπει να λάβει υπόψη του αυτή τη νέα έκταση της ύπαρξής του που συνεπάγεται ο πολιτικός βίος. Έστω και ενάντια στην τάση του, η ψυχή του έχει ανοιχθεί σε μια δυνατότητα που δεν μπορεί να την ξανακλείσει όποτε του αρέσει».
Pierre Manent, Οι μεταμορφώσεις της πόλεως, μτφρ. Χρ. Μαρσέλλος, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2014, σ. 149.
Μπορεί θεωρητικά η δημοκρατία να μας αρέσει, αλλά ο κόσμος αδιαφορεί για την πολιτική
Η δημοκρατία κατέστησε τους πολίτες αδιάφορους, απογοητευμένους ή αγανακτισμένους με την πολιτική
«Επιβάλλεται να επιμείνουμε εδώ στη διάκριση ανάμεσα στο “τυπικό” και στο “πραγματικό”. Η ύπαρξη ενός δημόσιου χώρου δεν είναι απλή υπόθεση νομικών διατάξεων που εγγυώνται σ’ όλους την ίδια ελευθερία λόγου, κ.λπ. Αυτές οι ρήτρες είναι πάντα μόνον μια συνθήκη της ύπαρξης ενός δημόσιου χώρου. Το ουσιώδες είναι αλλού: Τι θα κάνει ο πληθυσμός μ’ αυτά τα δικαιώματα; Τα καθοριστικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα, απ’ αυτή την άποψη, είναι το θάρρος, η υπευθυνότητα και η αιδώς […]. Όταν λείπει αυτό το πράγμα, ο “δημόσιος χώρος” γίνεται απλώς χώρος για την προπαγάνδα, τον φενακισμό και την πορνογραφία – σύμφωνα με το παράδειγμα όσων συμβαίνουν ολοένα και περισσότερο σήμερα. Δεν υπάρχουν νομικές διατάξεις που μπορούν να εναντιωθούν σε μια τέτοια εξέλιξη – ή τότε γεννούν χειρότερα κακά από εκείνα που ισχυρίζονται ότι θεραπεύουν. Μόνον η εκπαίδευση (παιδεία) των πολιτών ως τέτοιων μπορεί να δώσει αληθινό και αυθεντικό περιεχόμενο στον “δημόσιο χώρο”. Αλλά αυτή η παιδεία δεν είναι, κατά κύριο λόγο, ένα ζήτημα βιβλίων και πιστώσεων για τα σχολεία. Είναι, κατ’ αρχήν και προπαντός, η συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι η πόλις, είναι επίσης εσείς, και ότι η μοίρα της εξαρτάται επίσης από τη σκέψη σας, από τη συμπεριφορά σας και από τις αποφάσεις σας· μ’ άλλα λόγια, είναι συμμετοχή στην πολιτική ζωή».
Κορνήλιος Καστοριάδης, Η ελληνική πόλις και η δημιουργία της δημοκρατίας, μτφρ. Ζ. Σαρίκας, εκδ. Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1993, σσ. 49-50
Εγώ κατά βάθος είμαι δημοκράτης
Μια χούντα μάς χρειάζεται
Πιστεύουμε πως η δημοκρατία είναι αυταπόδεικτα κάτι καλό ακόμα και αν δεν είμαστε απολύτως σίγουροι τι μπορεί να σημαίνει ακριβώς, ακόμα και αν με τις απόψεις μας ή με τις πράξεις μας φαίνεται να υποστηρίζουμε τελείως διαφορετικές αξίες.
«Σήμερα, όμως, είμαστε όλοι δημοκράτες. Φιλελεύθεροι, συντηρητικοί, σοσιαλιστές, κομμουνιστές, αναρχικοί, ακόμα και φασίστες σπεύδουν να επαινέσουν τις αρετές της δημοκρατίας και να επιδώσουν τα δημοκρατικά τους διαπιστευτήρια».
Andrew Heywood, Εισαγωγή στην πολιτική, μτφρ. Γ. Καράμπελας, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2006, σ. 105.
«Η κριτική της δημοκρατίας ασκείται στο όνομά της, με τη δημοκρατία ως έμβλημα. Κανείς δεν μπορεί να θέσει τον εαυτό του εκτός του πλαισίου που ορίζει, κανένας λόγος, καμιά πρακτική δεν μπορεί να θεμελιωθεί εκτός αυτού του πλαισίου. Το γλωσσικό μας παιχνίδι, ο τρόπος ζωής μας ορίζονται από τη δημοκρατία».
Γεράσιμος Κουζέλης, Φασισμός και δημοκρατία, εκδ. Νήσος, Αθήνα 2014, σσ. 22-23.
«Ακόμη και ο συντηρητισμός εμφανίζεται στον σύγχρονο κρατικό βίο υπό μανδύα δημοκρατικό. Την αρχέγονη υπεροψία του την έχει εγκαταλείψει προ πολλού εμπρός στην ορμητική έφοδο των δημοκρατικών μαζών. Επίσης αρέσκεται να αλλάζει προσωπείο. Στο πεδίο της ιστορίας θα τον δούμε λοιπόν σήμερα απολυταρχικό, αύριο συνταγματικό, μεθαύριο κοινοβουλευτικό».
Ρόμπερτ Μίχελς, Κοινωνιολογία των πολιτικών κομμάτων στη σύγχρονη δημοκρατία, μτφρ. Γιώργος Ανδρουλιδάκης, εκδ. Γνώση, Αθήνα 1997, σ. 33.
Από το κόμικ Μαφάλντα του Quino που κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Μέδουσα
Στη δημοκρατία κυβερνούν και πάλι τα συμφέροντα
Στην πραγματικότητα ισχύει ο νόμος της ζούγκλας
Η δημοκρατία είναι μονόδρομος
Λέγεται συχνά πως ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις, η πολιτική δεν επαρκεί για τη δημοκρατική οργάνωση της πολιτείας, αφού στην πραγματικότητα τα οικονομικά συμφέροντα των ισχυρών είναι που επικαθορίζουν την πορεία της κοινωνίας.
«Με τη λεγόμενη παγκοσμιοποίηση τα πράγματα φαίνεται να αλλάζουν. Τα όρια της παρέμβασης των έννομα συγκροτημένων πολιτειών στην κοινωνική οργάνωση συρρικνώνονται. Όλο και περισσότερο, οι όροι των οικονομικών συναλλαγών και η δυναμική των τεχνολογικών εξελίξεων αποτελούν παραμέτρους εξωγενείς ως προς τη συγκεκριμένη κοινωνία. Αυτό όμως μεταβάλλει ριζικά τις προδιαγραφές της πρόσληψης τόσο του Οικονομικού, όσο και του Πολιτικού και της πολιτικής. Από τη στιγμή αυτή και πέρα, η «κοινωνία» και ο «λαός» παύουν να “δοκιμάζονται” ως προς το πάντα επίδικο ορθολογικό και έλλογο σχέδιο της ελεύθερης αυτοπραγμάτωσής τους. Το μόνο ύπατο και οικουμενικά αποδεκτό κριτήριο προόδου είναι η συλλογικά νοούμενη «οικονομική επίδοση». Χαρακτηριστικά, το αναπτυξιακό κριτήριο παρέχει και τον κύριο γνώμονα για την ταξινόμηση των κοινωνιών. Έτσι όμως απομακρυνόμαστε ταχύτατα από την πλήρη αξιακή αυτονομία που χαρακτήριζε μέχρι σήμερα τις ανεξάρτητες δημοκρατικές πολιτείες. Γεγονός που μετατοπίζει αποφασιστικά τους όρους πρόσληψης της δημοκρατίας ως υπάτης πολιτειακής αξίας. Καίριες αποφάσεις για το μέλλον των κοινωνιών μπορεί πλέον να λαμβάνονται ερήμην της εκπεφρασμένης βούλησης των πολιτών σε ένα ακαθόριστο και δυσεντόπιστο “αλλού”. Το ιδιωτικό κεφάλαιο από τη μια μεριά και η παγκόσμια γνώση και τεχνολογία από την άλλη εξελίσσονται έξω από κάθε δυνατότητα κοινωνικού και πολιτικού ελέγχου».
Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, «Η Δημοκρατία στην εποχή της παγκόσμιας ανομίας», απόσπασμα από ομιλία με θέμα «Παγκοσμιοποίηση, Νέα Οικονομία, Καπιταλισμός», αναδημοσιευμένη στην εφημερίδα Το Βήμα, στις 21 Ιανουαρίου 2001 (http://goo.gl/aW6l5V).
«Γνωρίζουμε ότι τα χρήματα είναι η κατάρα της πολιτικής μας. Οι υποψήφιοι και τα πολιτικά κόμματα συνγκεντρώνουν αστρονομικά ποσά προκειμένου να χρηματοδοτήσουν τις ποικίλες προεκλογικές εκστρατείες τους, πρακτική που διαφθείρει την πολιτική και την κυβέρνηση για πολλούς χιλιοειπωμένους λόγους. Οι πολιτικοί καταβάλλουν τερατώδεις προσπάθειες να συγκεντρώσουν χρήματα αντί να σκέφτονται θέματα αρχών και πολιτικής. […] Παρέχονται τεράστια ποσά στη διάθεση των πολιτικών και των συμβούλων τους, τα οποία κάνουν εφικτές τις υπερβολικά δαπανηρές, όλο ευτελή “γκλαμουριά”, εκστρατείες σε τηλεοπτικούς και ραδιοφωνικούς σταθμούς, τις συκοφαντίες και τις ατελείωτες επαναλήψεις μισών αληθειών και ανούσιων ή δήθεν γεγονότων που αποτελούν τον αιμοδότη του πολιτικού μας σκουπιδοτενεκέ. […] Στην πολιτική, τα χρήματα αποτελούν τον εχθρό όχι μόνο της ακριβοδικίας, αλλά και της πραγματικής επιχειρηματολογίας».
Ronald Dworkin, Η αμερικανική δημοκρατία σε κίνδυνο, μτφρ. Ευαγγελία Γούση, εκδ. Πόλις, Αθήνα 2010, σσ. 212-213.
Η δημοκρατία είναι μια ακόμα σκλαβιά για τους πολλούς
«διότι “στην πολιτική το λάθος προέρχεται από μια ανακριβή κατανόηση του τι είναι το Κράτος στην άρτια σημασία του: δικτατορία + ηγεμονία”. Αν το κράτος είναι πράγματι η δικτατορία μιας τάξης που ορίζεται κατά πρώτο λόγο από το οικονομικό πρωτείο της, είναι επίσης ένα σύστημα όπου η ηγεμονία της αστικής τάξης εδράζεται βασικά στην πνευματική και ηθική ηγεσία και στην ιδεολογική διαπότιση του συνόλου της κοινωνίας και συνεπώς στην έλξη που ασκεί πάνω στο σύνολο των τάξεων και των κοινωνικών στρωμάτων. Ασκώντας επίδραση στο υπερδομικό επίπεδο, η αστική τάξη συνάπτει στέρεους δεσμούς με εκείνους που εκμεταλλεύεται διαδίδοντας την κοσμοαντίληψή της διαμέσου της φιλοσοφίας, της θρησκείας, της λαογραφίας ή απλά και μόνο της “κοινής αίσθησης”, δημιουργώντας οργανισμούς υπεύθυνους γι’ αυτή τη διάδοση και τελειοποιώντας το ιδεολογικό υλικό, δηλαδή τα τεχνικά όργανα αυτής της διάδοσης (σχολικό σύστημα, μέσα μαζικής ενημέρωσης, βιβλιοθήκες…)».
Φρανσουά Σατελέ & Εβελίν Πιζιέ-Κουσνέρ, Οι πολιτικές αντιλήψεις του 20ού αιώνα. Ιστορία της πολιτικής σκέψης, μτφρ. Σταύρος Καράς, Μιλτιάδης Κρητικός, εκδ. Ράππα, Αθήνα 1988, σ. 241. Το απόσπασμα σε εισαγωγικά είναι από έργο του Γκράμσι.